- πλασματικός
- -ή, -ό / πλασματικός, -ή, -όν, ΝΑ [πλάσμα]πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» — τεχνητή πλειοψηφία)νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμααρχ.(για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι μυθικόν, τὸ δὲ πλασματικὸν ὅ καὶ δραματικὸν καλοῡσιν», Ερμογ.).επίρρ...πλασματικώς / πλασματικῶς ΝΜ και πλασματικά Νμε πλασματικό, ψεύτικο τρόπονεοελλ.με παραχάραξη.
Dictionary of Greek. 2013.